- λουλάς
- ο(λ. τουρκ.)1. η εστία του ναργιλέ όπου μπαίνει ο καπνός.2. φρ., «άρτσι μπούρτσι και λουλάς», για ασυναρτησίες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λουλάς — και λουλές, ο 1. η σύριγγα με την οποία καπνίζεται το όπιο 2. το κοίλο μέρος τής καπνοσύριγγας ή τού τσιμπουκιού, όπου τοποθετείται ο καπνός 3. η πήλινη εστία τού ναργιλέ, όπου τοποθετούνται τα κάρβουνα και ο καπνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. lula] … Dictionary of Greek
χοκάς — ο, Ν η εστία τής καπνοσύριγγας, αλλ. λουλάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hokka] … Dictionary of Greek
Κρανάκη, Μιμίκα — (Λαμία 1922 –). Νομικός, φιλόλογος και λογοτέχνης. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, μουσική στο Ωδείο Αθηνών και συνέχισε τις σπουδές της στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου της Σορβόνης, όπου αναγορεύθηκε… … Dictionary of Greek
πίπα — η (λ. ιταλ.) 1. βοηθητικό όργανο όπου τοποθετείται το τσιγάρο, καπνοσύριγγα: Πίπα με φίλτρο. 2. εργαλείο, όργανο καπνίσματος όπου τοποθετείται ο καπνός, τσιμπούκι, λουλάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)